- μάραθρο
- το (AM μάραθρον)βλ. μάραθο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μάραθο — Διετής ή πολυετής πόα της οικογένειας των σκιαδοφόρων (δικοτυλήδονα). Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα και μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 2,5 μ. Η επιστημονική του ονομασία είναι Foeniculum vulgare.Είναι γνωστό από την αρχαία εποχή με την ονομασία μ … Dictionary of Greek